Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιγαντώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γιγαντώδ
ης
η
γιγαντώδ
ης
το
γιγαντώδ
ες
γενική
του
γιγαντώδ
ους
της
γιγαντώδ
ους
του
γιγαντώδ
ους
αιτιατική
τον
γιγαντώδ
η
τη
γιγαντώδ
η
το
γιγαντώδ
ες
κλητική
γιγαντώδ
η
(
ς
)
γιγαντώδ
ης
γιγαντώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γιγαντώδ
εις
οι
γιγαντώδ
εις
τα
γιγαντώδ
η
γενική
των
γιγαντωδ
ών
των
γιγαντωδ
ών
των
γιγαντωδ
ών
αιτιατική
τους
γιγαντώδ
εις
τις
γιγαντώδ
εις
τα
γιγαντώδ
η
κλητική
γιγαντώδ
εις
γιγαντώδ
εις
γιγαντώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γιγαντώδης
<
γίγαντας
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
γιγαντώδης, -ης, -ες
σχετικός με γίγαντα, πολύ μεγάλος, εύσωμος
Συνώνυμα
επεξεργασία
γιγάντιος
γιγαντιαίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιγαντώδης
γαλλικά
:
gigantesque
(fr)