Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιγαντώδης η γιγαντώδης το γιγαντώδες
      γενική του γιγαντώδους της γιγαντώδους του γιγαντώδους
    αιτιατική τον γιγαντώδη τη γιγαντώδη το γιγαντώδες
     κλητική γιγαντώδη(ς) γιγαντώδης γιγαντώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιγαντώδεις οι γιγαντώδεις τα γιγαντώδη
      γενική των γιγαντωδών των γιγαντωδών των γιγαντωδών
    αιτιατική τους γιγαντώδεις τις γιγαντώδεις τα γιγαντώδη
     κλητική γιγαντώδεις γιγαντώδεις γιγαντώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιγαντώδης < γίγαντας + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

γιγαντώδης, -ης, -ες

  • σχετικός με γίγαντα, πολύ μεγάλος, εύσωμος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία