Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψηλόσωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψηλόσωμ
ος
η
ψηλόσωμ
η
το
ψηλόσωμ
ο
γενική
του
ψηλόσωμ
ου
της
ψηλόσωμ
ης
του
ψηλόσωμ
ου
αιτιατική
τον
ψηλόσωμ
ο
την
ψηλόσωμ
η
το
ψηλόσωμ
ο
κλητική
ψηλόσωμ
ε
ψηλόσωμ
η
ψηλόσωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψηλόσωμ
οι
οι
ψηλόσωμ
ες
τα
ψηλόσωμ
α
γενική
των
ψηλόσωμ
ων
των
ψηλόσωμ
ων
των
ψηλόσωμ
ων
αιτιατική
τους
ψηλόσωμ
ους
τις
ψηλόσωμ
ες
τα
ψηλόσωμ
α
κλητική
ψηλόσωμ
οι
ψηλόσωμ
ες
ψηλόσωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψηλόσωμος
<
υψηλόσωμος
<
υψηλός
+
-ο-
+
σώμα
+
-ος
, μορφολογικά αναλύεται
ψηλό-
+
-σωμος
Επίθετο
επεξεργασία
ψηλόσωμος, -η, -ο
άλλη μορφή
του
υψηλόσωμος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
υψηλός
,
ύψος
και
σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψηλόσωμος
→
δείτε
τη λέξη
υψηλόσωμος