Δείτε επίσης: γίγας, γιγα-

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Γίγας < γίγας

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γίγας αρσενικό (θηλυκό Γίγα)

Μεταγραφές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Γῐγᾰντ-
ονομαστική Γίγᾱς οἱ Γίγᾰντες
      γενική τοῦ Γίγᾰντος τῶν Γιγᾰ́ντων
      δοτική τῷ Γίγᾰντ τοῖς Γίγᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Γίγᾰντ τοὺς Γίγᾰντᾰς
     κλητική ! Γίγᾰν Γίγᾰντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γίγᾰντε
γεν-δοτ τοῖν  Γιγᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Γίγας (ῐ) αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ένας από τους μυθικούς Γίγαντες
  2. ως ουσιαστικό ή σε επιθετική λειτουργία,  δείτε τη λέξη γίγας

Συγγενικά

επεξεργασία