Γίγας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Γίγας < αρχαία ελληνική Γίγας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓίγας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ένας από τους μυθικούς Γίγαντες → δείτε τη λέξη γίγαντας
Συγγενικά
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γιγα- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γιγαντο- στο Βικιλεξικό
→ και δείτε τη λέξη γίγαντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Γίγαντες
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Γίγας < γίγας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓίγας αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Γῐγᾰντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Γίγᾱς | οἱ | Γίγᾰντες | |
γενική | τοῦ | Γίγᾰντος | τῶν | Γιγᾰ́ντων | |
δοτική | τῷ | Γίγᾰντῐ | τοῖς | Γίγᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Γίγᾰντᾰ | τοὺς | Γίγᾰντᾰς | |
κλητική ὦ! | Γίγᾰν | Γίγᾰντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γίγᾰντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Γιγᾰ́ντοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γίγας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΓίγας (ῐ) αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ένας από τους μυθικούς Γίγαντες
- ως ουσιαστικό ή σε επιθετική λειτουργία, → δείτε τη λέξη γίγας
Συγγενικά
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γιγαντο- στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- Γίγας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Γίγας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.