Γίγαντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Γίγαντα < γενική ενικού του αρσενικού Γίγαντας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Γίγαντα θηλυκό (αρσενικό Γίγαντας)
Γίγαντα θηλυκό (αρσενικό Γίγαντας)