γίγας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γίγας < αρχαία ελληνική Γίγας → και δείτε τη λέξη γίγα-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίγας αρσενικό
- (λόγιο) γίγαντας
- (σε επιθετική λειτουργία) πολύ μεγάλος
- ⮡ γαριδάκια σε συσκευασία γίγας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γίγας
→ δείτε τη λέξη γίγαντας |
Πηγές
επεξεργασία- γίγας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- γίγας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γίγας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίγας αρσενικό (και σήμερα σε χρήση)
- πολύ μεγαλόσωμος, πολύ δυνατός, πολύ ισχυρός
- ※ 8ος/9ος αιώνας Θεόδωρος ο Στουδίτης, Iambi de variis argumentis, @catholiclibrary.org
- Ὑπὲρ Θεοῦ γὰρ ὡς γίγας δραμὼν μέγας στεφηφορῶν καθεῖλες ἐχθροὺς παγκάκους.
- ※ 8ος/9ος αιώνας Θεόδωρος ο Στουδίτης, Iambi de variis argumentis, @catholiclibrary.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γίγας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.288, Τόμος 4 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γίγᾱς | οἱ | γίγᾰντες |
γενική | τοῦ | γίγᾰντος | τῶν | γιγᾰ́ντων |
δοτική | τῷ | γίγᾰντῐ | τοῖς | γίγᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | γίγᾰντᾰ | τοὺς | γίγᾰντᾰς |
κλητική ὦ! | γίγᾰν | γίγᾰντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γίγᾰντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γιγᾰ́ντοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίγας, -αντος αρσενικό
- (με κεφαλαίο αρχικό) → δείτε τη λέξη Γίγας
- (σε επιθετική λειτουργία) πανίσχυρος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 692
- Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ,
- με τις πνοές του γίγαντα Ζεφύρου.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 692
Πηγές
επεξεργασία- Γίγας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γίγας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.