Δείτε επίσης: Γίγας, γιγα-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γίγας < αρχαία ελληνική Γίγας → και δείτε τη λέξη γίγα-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γίγας αρσενικό

  1. (λόγιο) γίγαντας
  2. (σε επιθετική λειτουργία) πολύ μεγάλος
    ⮡  γαριδάκια σε συσκευασία γίγας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • γίγαςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γίγας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γίγας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γίγας αρσενικό (και σήμερα σε χρήση)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γίγᾱς οἱ γίγᾰντες
      γενική τοῦ γίγᾰντος τῶν γιγᾰ́ντων
      δοτική τῷ γίγᾰντ τοῖς γίγᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γίγᾰντ τοὺς γίγᾰντᾰς
     κλητική ! γίγᾰν γίγᾰντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γίγᾰντε
γεν-δοτ τοῖν  γιγᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γίγας, -αντος αρσενικό

  1. (με κεφαλαίο αρχικό) → δείτε τη λέξη Γίγας
  2. (σε επιθετική λειτουργία) πανίσχυρος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 692
    Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ,
    με τις πνοές του γίγαντα Ζεφύρου.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr