Δείτε επίσης: Γίγας, γιγα-

Ετυμολογία

επεξεργασία
γίγας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Γίγας. Συγκρίνετε με το γίγαντας.  και δείτε τη λέξη γίγα- και το μεσαιωνικό γίγας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γίγας αρσενικό

  1. (λόγιο) γίγαντας
  2. (σε επιθετική λειτουργία) πολύ μεγάλος
      γαριδάκια σε συσκευασία γίγας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
γίγας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γίγας. Συγκρίνετε τη νεοελληνική παρουσία του γίγας

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γίγᾱς οἱ γίγᾰντες
      γενική τοῦ γίγᾰντος τῶν γιγᾰ́ντων
      δοτική τῷ γίγᾰντ τοῖς γίγᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γίγᾰντ τοὺς γίγᾰντᾰς
     κλητική ! γίγᾰν γίγᾰντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γίγᾰντε
γεν-δοτ τοῖν  γιγᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γίγας, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία γί-γ-αντ-ς [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γίγας, -αντος αρσενικό

  1. (αρχική σημασία για τους Γίγαντες, με κεφαλαίο αρχικό)  δείτε τη λέξη Γίγας
  2. (σε επιθετική λειτουργία) πανίσχυρος
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 692
    Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ,
    με τις πνοές του γίγαντα Ζεφύρου.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr

Απόγονοι

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. γίγαντας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.