γιγαντόχειρ
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγιγαντόχειρ
- που έχει πολύ μεγάλα χέρια
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Compendium chronicum @catholiclibrary.org
- ἦν δ' ὁ Βασίλειος καλός, γενναῖος, γιγαντόχειρ, εὐπάλαμνος, εὐρύστερνος ἥρως, στερροβραχίων.
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, Compendium chronicum @catholiclibrary.org
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γίγας
Πηγές
επεξεργασία- σελ.288, Τόμος 4 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- γιγαντόχειρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)