Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλόσωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεγαλόσωμ
ος
η
μεγαλόσωμ
η
το
μεγαλόσωμ
ο
γενική
του
μεγαλόσωμ
ου
της
μεγαλόσωμ
ης
του
μεγαλόσωμ
ου
αιτιατική
τον
μεγαλόσωμ
ο
τη
μεγαλόσωμ
η
το
μεγαλόσωμ
ο
κλητική
μεγαλόσωμ
ε
μεγαλόσωμ
η
μεγαλόσωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεγαλόσωμ
οι
οι
μεγαλόσωμ
ες
τα
μεγαλόσωμ
α
γενική
των
μεγαλόσωμ
ων
των
μεγαλόσωμ
ων
των
μεγαλόσωμ
ων
αιτιατική
τους
μεγαλόσωμ
ους
τις
μεγαλόσωμ
ες
τα
μεγαλόσωμ
α
κλητική
μεγαλόσωμ
οι
μεγαλόσωμ
ες
μεγαλόσωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλόσωμος
<
ελληνιστική κοινή
<
μεγαλο-
+
-σωμος
<
μεγάλος
+
σώμα
(
κτητικό σύνθετο
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
me.ɣaˈlo.so.mos
/
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλόσωμος
, -η, -ο
(
για άνθρωπο ή ζώο
) που έχει μεγάλο
ύψος
και μεγάλο σωματικό
όγκο
Συνώνυμα
επεξεργασία
εύσωμος
σωματώδης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλόσωμος
αγγλικά
:
stout
(en)
γαλλικά
:
corpulent
(fr)
γερμανικά
:
(körperlich)
groß
(de)
,
massig
(de)
,
korpulent
(de)