μεγαλόσωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλόσωμος < ελληνιστική κοινή < μεγαλο- + -σωμος < μεγάλος + σώμα (κτητικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.so.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλόσωμος, -η, -ο
μεγαλόσωμος, -η, -ο