γιγαντόσωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιγαντόσωμος < γίγαντ(ας) + -ό- + -σωμος (< σώμα)
Επίθετο
επεξεργασίαγιγαντόσωμος, -η, -ο
- αυτός που μοιάζει με γίγαντα στις διαστάσεις, ο πάρα πολύ μεγαλόσωμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιγαντόσωμος
|