αγαθός γίγαντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
αγαθός γίγαντας αρσενικό
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός μεγαλόσωμων αλλά καλόψυχων ανθρώπων
- ※ Πετάχτηκε μπροστά και μας οδηγούσε με μπρίο και ενθουσιασμό που σου θύμιζε τελετάρχη σε βερολινέζικο καμπαρέ. Ο αγαθός γίγαντας είχε χάσει τα λογικά του σ' αυτή την παρωδία που κάποιοι ονόμασαν Ισπανικό Εμφύλιο και οι σφαίρες δεν τον λυπήθηκαν.
- Δημήτρης Στεφανάκης, Μέρες Αλεξάνδρειας, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2024, σελ. 403. ISBN 9786180340310
- ※ Πετάχτηκε μπροστά και μας οδηγούσε με μπρίο και ενθουσιασμό που σου θύμιζε τελετάρχη σε βερολινέζικο καμπαρέ. Ο αγαθός γίγαντας είχε χάσει τα λογικά του σ' αυτή την παρωδία που κάποιοι ονόμασαν Ισπανικό Εμφύλιο και οι σφαίρες δεν τον λυπήθηκαν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαθός γίγαντας
|
Πηγές
επεξεργασία
- αγαθός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)