↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγαθός γίγαντας οι αγαθοί γίγαντες
      γενική του αγαθού γίγαντα των αγαθών γιγάντων
    αιτιατική τον αγαθό γίγαντα τους αγαθούς γίγαντες
     κλητική αγαθέ γίγαντα αγαθοί γίγαντες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαθός γίγαντας < → δείτε τις λέξεις αγαθός και γίγαντας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣaˈθos ˈʝi.ɣan.das/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αγαθός γίγαντας αρσενικό

  • (μεταφορικά) χαρακτηρισμός μεγαλόσωμων αλλά καλόψυχων ανθρώπων
    ※  Πετάχτηκε μπροστά και μας οδηγούσε με μπρίο και ενθουσιασμό που σου θύμιζε τελετάρχη σε βερολινέζικο καμπαρέ. Ο αγαθός γίγαντας είχε χάσει τα λογικά του σ' αυτή την παρωδία που κάποιοι ονόμασαν Ισπανικό Εμφύλιο και οι σφαίρες δεν τον λυπήθηκαν.
    Δημήτρης Στεφανάκης, Μέρες Αλεξάνδρειας, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2024, σελ. 403. ISBN 9786180340310

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αγαθόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)