πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλαιοπωλείο τα παλαιοπωλεία
      γενική του παλαιοπωλείου των παλαιοπωλείων
    αιτιατική το παλαιοπωλείο τα παλαιοπωλεία
     κλητική παλαιοπωλείο παλαιοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παλαιοπωλείο < παλαιοπώλης + -είο
Εσωτερικό παλαιοπωλείου.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλαιοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία