παλαιοπώλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοπώλης αρσενικό (θηλυκό παλαιοπώλισσα)
- (επάγγελμα) ο έμπορος που πουλάει παλιά αντικείμενα, μεταχειρισμένα και αρκετά από αυτά σημαντικής αξίας (αντίκες)