• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλαιοπώλης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοπώλης οι παλαιοπώλες
      γενική του παλαιοπώλη των παλαιοπωλών
    αιτιατική τον παλαιοπώλη τους παλαιοπώλες
     κλητική παλαιοπώλη παλαιοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλαιοπώλης < παλαιο- + -πώλης (< πωλώ)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παλαιοπώλης αρσενικό (θηλυκό παλαιοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) ο έμπορος που πουλάει παλιά αντικείμενα, μεταχειρισμένα και αρκετά από αυτά σημαντικής αξίας (αντίκες)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αντικέρ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • παλαιοπωλείο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παλαιοπώλης
  • γαλλικά : antiquaire (fr)
  • τουρκικά : antikacı (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλαιοπώλης&oldid=5501249"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 06:58

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 06:58.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie