• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλαιοπώλης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοπώλης οι παλαιοπώλες
      γενική του παλαιοπώλη των παλαιοπωλών
    αιτιατική τον παλαιοπώλη τους παλαιοπώλες
     κλητική παλαιοπώλη παλαιοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παλαιοπώλης < παλαιο- + -πώλης (< πωλώ)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλαιοπώλης αρσενικό (θηλυκό παλαιοπώλισσα)

  • (επάγγελμα) ο έμπορος που πουλάει παλιά αντικείμενα, μεταχειρισμένα και αρκετά από αυτά σημαντικής αξίας (αντίκες)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αντικέρ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • παλαιοπωλείο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παλαιοπώλης
  • γαλλικά : antiquaire (fr)
  • τουρκικά : antikacı (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλαιοπώλης&oldid=7111504"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:43

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:43.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας