αντικέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική antiquaire < antique < λατινική antiquus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énti-h₃kʷós (που έχει εμφανιστεί πιο πριν) < *h₂énti (<*h₂ent-: μπροστά) + *h₃ekʷ- (μάτι, βλέπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης μαγαζιού με αντίκες, παλαιοπώλης, αρχαιοπώλης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντικέρ