Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχαιοπώλης οι αρχαιοπώλες
      γενική του αρχαιοπώλη των αρχαιοπωλών
    αιτιατική τον αρχαιοπώλη τους αρχαιοπώλες
     κλητική αρχαιοπώλη αρχαιοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιοπώλης < αρχαιο- + -πώλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.çe.oˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ο‐πώ‐λης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχαιοπώλης αρσενικό (θηλυκό αρχαιοπώλισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία