αρχαιοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιοπωλείο < αρχαιοπώλης + -είο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐πω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιοπωλείο ουδέτερο
- το κατάστημα που πωλεί αρχαία αντικείμενα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αρχαιοπώλης, αρχαίος και πωλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιοπωλείο