παλαιοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοπώλισσα < παλαιοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη παλαιοπώλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοπώλισσα
|