Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
brocante brocantes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

brocante (fr) θηλυκό

  1. το παλαιοπωλείο
  2. το παλιατζίδικο
  3. το παζάρι παλαιών αντικειμένων που διοργανώνεται από επαγγελματίες
  4. η πώληση παλαιών αντικειμένων