φωτοσκίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοσκίαση | οι | φωτοσκιάσεις |
γενική | της | φωτοσκίασης* | των | φωτοσκιάσεων |
αιτιατική | τη | φωτοσκίαση | τις | φωτοσκιάσεις |
κλητική | φωτοσκίαση | φωτοσκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοσκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτοσκίαση < φωτοσκιάζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτοσκίαση θηλυκό
- η χρήση διαβαθμισμένων χρωμάτων -ή τόνων του γκρίζου στα ασπρόμαυρα σχέδια- για την ανάδειξη φωτεινών και σκιερών περιοχών (στη ζωγραφική, στη δημιουργία χαρτών κ.α.)
- η τεχνική της ανάδειξης ενός έργου από το συνδυασμό φωτός και σκιάς (π.χ. στη φωτογραφία)
Συγγενικά επεξεργασία
- φωτοσκιάζω
- → δείτε τις λέξεις φως και σκιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτοσκίαση