παρασκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρασκιά | οι | παρασκιές |
γενική | της | παρασκιάς | των | παρασκιών |
αιτιατική | την | παρασκιά | τις | παρασκιές |
κλητική | παρασκιά | παρασκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρασκιά θηλυκό
- η μερικώς σκιασμένη περιοχή που περιβάλλει τη σκιά ενός σώματος