↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύσκιος η σύσκια το σύσκιο
      γενική του σύσκιου της σύσκιας του σύσκιου
    αιτιατική τον σύσκιο τη σύσκια το σύσκιο
     κλητική σύσκιε σύσκια σύσκιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύσκιοι οι σύσκιες τα σύσκια
      γενική των σύσκιων των σύσκιων των σύσκιων
    αιτιατική τους σύσκιους τις σύσκιες τα σύσκια
     κλητική σύσκιοι σύσκιες σύσκια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύσκιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύσκιος[1] < (σύν) σύ- + -σκιος (σκιά).[2] Δείτε και τη μεσαιωνική ἥσκιος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsi.scos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σκιος

  Επίθετο

επεξεργασία

σύσκιος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σύσκιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)