ἥσκιος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἥσκιος < αρχαία ελληνική σκι(ά) + -ος· το ἥ- δικαιολογείται από επίδραση της λέξης ἥλιος (καθώς το φως είναι αντίθετο της σκιάς)[1] και αλλαγή γένους.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἥσκιος αρσενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις βαθύς και σκιά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ήσκιος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἴσκιος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ήσκιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].