σκιαγραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκιαγραφώ < αρχαία ελληνική σκιαγραφέω / σκιαγραφῶ < σκιά + -γραφώ
Ρήμα
επεξεργασίασκιαγραφώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σκιαγραφία, σκιά και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκιαγραφώ | σκιαγραφούσα | θα σκιαγραφώ | να σκιαγραφώ | σκιαγραφώντας | |
β' ενικ. | σκιαγραφείς | σκιαγραφούσες | θα σκιαγραφείς | να σκιαγραφείς | (σκιαγράφει) | |
γ' ενικ. | σκιαγραφεί | σκιαγραφούσε | θα σκιαγραφεί | να σκιαγραφεί | ||
α' πληθ. | σκιαγραφούμε | σκιαγραφούσαμε | θα σκιαγραφούμε | να σκιαγραφούμε | ||
β' πληθ. | σκιαγραφείτε | σκιαγραφούσατε | θα σκιαγραφείτε | να σκιαγραφείτε | σκιαγραφείτε | |
γ' πληθ. | σκιαγραφούν(ε) | σκιαγραφούσαν(ε) | θα σκιαγραφούν(ε) | να σκιαγραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκιαγράφησα | θα σκιαγραφήσω | να σκιαγραφήσω | σκιαγραφήσει | ||
β' ενικ. | σκιαγράφησες | θα σκιαγραφήσεις | να σκιαγραφήσεις | σκιαγράφησε | ||
γ' ενικ. | σκιαγράφησε | θα σκιαγραφήσει | να σκιαγραφήσει | |||
α' πληθ. | σκιαγραφήσαμε | θα σκιαγραφήσουμε | να σκιαγραφήσουμε | |||
β' πληθ. | σκιαγραφήσατε | θα σκιαγραφήσετε | να σκιαγραφήσετε | σκιαγραφήστε | ||
γ' πληθ. | σκιαγράφησαν σκιαγραφήσαν(ε) |
θα σκιαγραφήσουν(ε) | να σκιαγραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκιαγραφήσει | είχα σκιαγραφήσει | θα έχω σκιαγραφήσει | να έχω σκιαγραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκιαγραφήσει | είχες σκιαγραφήσει | θα έχεις σκιαγραφήσει | να έχεις σκιαγραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκιαγραφήσει | είχε σκιαγραφήσει | θα έχει σκιαγραφήσει | να έχει σκιαγραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιαγραφήσει | είχαμε σκιαγραφήσει | θα έχουμε σκιαγραφήσει | να έχουμε σκιαγραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκιαγραφήσει | είχατε σκιαγραφήσει | θα έχετε σκιαγραφήσει | να έχετε σκιαγραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιαγραφήσει | είχαν σκιαγραφήσει | θα έχουν σκιαγραφήσει | να έχουν σκιαγραφήσει |
|