σκιαγραφικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκιαγραφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαγραφικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκιαγραφικό ουδέτερο
- (φαρμακευτική) ουσία που λαμβάνεται από ασθενή, για να διευκολυνθεί η απεικονιστική εξέταση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σκιαγραφία, σκιά και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκιαγραφικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασκιαγραφικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σκιαγραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκιαγραφικός