σκιαγραφικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκιαγραφικά < σκιαγραφικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
σκιαγραφικά
- με σκιαγραφικό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σκιαγραφία, σκιά και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκιαγραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σκιαγραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκιαγραφικός