Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγελοσκιάζομαι < αγγελο- + σκιάζομαι [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈsca.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γε‐λο‐σκιά‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

αγγελοσκιάζομαι, αόρ.: αγγελοσκιάχτηκα και ενεργητικός τύπος αγγελοσκιάζω[3][4]

  1. (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό βλέπω τον άγγελο του επικείμενου θανάτου μου
  2. ταράζομαι, τρομάζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αγγελοσκιάζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγγελοσκιάζομαιΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  4. αγγελοσκιάζω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)