Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.loˈsca.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελοσκιάζω

αγγελοσκιάζω, αόρ.: αγγελόσκιαξα, παθ.φωνή: αγγελοσκιάζομαι, π.αόρ.: αγγελοσκιάχτηκα [2]

  1. (σπάνιο, δημοτική) μεταβατικό:
    1. διακόπτω επιθανάτιο ρόγχο με κλάματα και φωνές
       συνώνυμα: αγγελοκόβω
    2. τρομάζω κάποιον
        που να σ' αγγελοσκιάξει ο χάρος [κατάρα]
       συνώνυμα: αγγελοκρούω
  2.  και δείτε το παθητικό αγγελοσκιάζομαι

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ἀγγελοσκιάζομαι» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    όπου σημειώνει: [] «ἐξ οὗ ὑποχωρητικῶς κ. τὸ ἐνεργ. ἀγγελοσκιάζω»
  2. αγγελοσκιάζω  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)