αγγελιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈʎa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λιά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααγγελιάζομαι, αόρ.: αγγελιάστηκα, μτχ.π.π.: αγγελιασμενος (χωρίς ενεργητική φωνή)
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) βλέπω τον άγγελο του επικείμενου θανάτου μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγελιάζομαι | αγγελιαζόμουν(α) | θα αγγελιάζομαι | να αγγελιάζομαι | ||
β' ενικ. | αγγελιάζεσαι | αγγελιαζόσουν(α) | θα αγγελιάζεσαι | να αγγελιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αγγελιάζεται | αγγελιαζόταν(ε) | θα αγγελιάζεται | να αγγελιάζεται | ||
α' πληθ. | αγγελιαζόμαστε | αγγελιαζόμαστε αγγελιαζόμασταν |
θα αγγελιαζόμαστε | να αγγελιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγγελιάζεστε | αγγελιαζόσαστε αγγελιαζόσασταν |
θα αγγελιάζεστε | να αγγελιάζεστε | (αγγελιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αγγελιάζονται | αγγελιάζονταν αγγελιαζόντουσαν |
θα αγγελιάζονται | να αγγελιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγγελιάστηκα | θα αγγελιαστώ | να αγγελιαστώ | αγγελιαστεί | ||
β' ενικ. | αγγελιάστηκες | θα αγγελιαστείς | να αγγελιαστείς | αγγελιάσου | ||
γ' ενικ. | αγγελιάστηκε | θα αγγελιαστεί | να αγγελιαστεί | |||
α' πληθ. | αγγελιαστήκαμε | θα αγγελιαστούμε | να αγγελιαστούμε | |||
β' πληθ. | αγγελιαστήκατε | θα αγγελιαστείτε | να αγγελιαστείτε | αγγελιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αγγελιάστηκαν αγγελιαστήκαν(ε) |
θα αγγελιαστούν(ε) | να αγγελιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγγελιαστεί | είχα αγγελιαστεί | θα έχω αγγελιαστεί | να έχω αγγελιαστεί | αγγελιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγγελιαστεί | είχες αγγελιαστεί | θα έχεις αγγελιαστεί | να έχεις αγγελιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγγελιαστεί | είχε αγγελιαστεί | θα έχει αγγελιαστεί | να έχει αγγελιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγελιαστεί | είχαμε αγγελιαστεί | θα έχουμε αγγελιαστεί | να έχουμε αγγελιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγγελιαστεί | είχατε αγγελιαστεί | θα έχετε αγγελιαστεί | να έχετε αγγελιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγελιαστεί | είχαν αγγελιαστεί | θα έχουν αγγελιαστεί | να έχουν αγγελιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγγελιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αγγελιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγγελιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγγελιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγγελιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγγελιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγγελιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγγελιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγελιάζομαι
|