ψυχομαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχομαχώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ψυχομαχῶ, συνηρημένος τύπος του ψυχομαχέω (αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων)(η σημασία, όπως στα μεσαιωνικά ελληνικά) < αρχαία ελληνική ψυχή + μάχη. Συγχρονικά αναλύεται σε ψυχο- + -μαχώ.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.xo.maˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐μα‐χώ
Ρήμα επεξεργασία
ψυχομαχώ, πρτ.: ψυχομαχούσα, αόρ.: —, στον ενεστώτα και παρατατικό, χωρίς παθητική φωνή
- χαροπαλεύω, αφήνω την τελευταία μου πνοή, δίνω μάχη να σώσω την ψυχή μου (με την έννοια του να ζήσω), ψυχορραγώ, ξεψυχώ, παραδίδω το πνεύμα, πνέω τα λοίσθια
- ※ Πέθαινε, λέει, ψυχομαχούσε, κι άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Χάρος. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) είμαι πολύ άρρωστος, σαν να πεθαίνω, αλλά χρησιμοποιώ τον όρο με υπερβολή
Συγγενικά επεξεργασία
- ψυχομάχημα
- ψυχομαχητό
- → και δείτε τις λέξεις ψυχή και μάχη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχομαχώ
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψυχομαχώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας