Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεψυχώ < μεσαιωνικό ρήμα ἐξεψυχῶ < από τον αόριστο ἐξέψυχα του ελληνιστικού ἐκψύχω

ξεψυχώ

  1. πεθαίνω κυριολεκτικά
    • ...και ο πιο μεγάλος γιος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον τράβηξαν με τη βία. (Βέρθερος, Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε)
  2. πεθαίνω με τη μεταφορική έννοια, φθείρομαι, βρίσκομαι σε φάση παρακμής , σβήνω
    • -Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. (Παύλος Νιρβάνας)
    • Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε...

Συγγενικά

επεξεργασία


Σημειώσεις στην κλίση

επεξεργασία

Ο β΄παρακείμενος, ο β΄ υπερσυντέλικος και β' συντ. μέλλοντας δεν είναι δόκιμοι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία