↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεψυχισμένος η ξεψυχισμένη το ξεψυχισμένο
      γενική του ξεψυχισμένου της ξεψυχισμένης του ξεψυχισμένου
    αιτιατική τον ξεψυχισμένο την ξεψυχισμένη το ξεψυχισμένο
     κλητική ξεψυχισμένε ξεψυχισμένη ξεψυχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεψυχισμένοι οι ξεψυχισμένες τα ξεψυχισμένα
      γενική των ξεψυχισμένων των ξεψυχισμένων των ξεψυχισμένων
    αιτιατική τους ξεψυχισμένους τις ξεψυχισμένες τα ξεψυχισμένα
     κλητική ξεψυχισμένοι ξεψυχισμένες ξεψυχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεψυχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ξεψυχώ

ξεψυχισμένος -η -ο

  1. νεκρός
    Κάτου 'ς τα Σάλονα, ξεψυχισμένος - Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ - Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος - Θέλω 'ς το μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» (Αστραπόγιαννος-Λαμπέτης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
  2. ξέπνοος, άτονος
    Μιλούσε με ξεψυχισμένη φωνή
  3. πολύ κουρασμένος
    'Ηρθε ξεψυχισμένη μετά την τόση ανηφόρα και έκατσε να ανασάνει...

  Μεταφράσεις

επεξεργασία