ξεψυχισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεψυχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ξεψυχώ
Μετοχή
επεξεργασίαξεψυχισμένος -η -ο
- νεκρός
- Κάτου 'ς τα Σάλονα, ξεψυχισμένος - Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ - Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος - Θέλω 'ς το μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» (Αστραπόγιαννος-Λαμπέτης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
- ξέπνοος, άτονος
- Μιλούσε με ξεψυχισμένη φωνή
- πολύ κουρασμένος
- 'Ηρθε ξεψυχισμένη μετά την τόση ανηφόρα και έκατσε να ανασάνει...