ξεψύχισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεψύχισμα < ξεψυχώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεψύχισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- οι τελευταίες στιγμές πριν από το θάνατο
- η φάση της φθοράς σε ιδέες, επιχειρήσεις, φυσικά φαινόμενα
- το ξεψύχισμα του μεσαίωνα, του εμπορίου, της καταιγίδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεψύχισμα
|