Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεψυχισμένα < ξεψυχισμένος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ξεψυχισμένα

  1. άτονα,
  2. (για τόνο φωνής) ίσα που να ακούγεται, όχι απλώς ψιθυριστά, αλλά και άτονα, ξέπνοα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ξεψυχισμένα