ψυχο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψυχο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχ(ή) + -ο-
- για νεότερα σύνθετα < ψυχ(ή) + -ο-
- για επιστημονικούς όρους < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία psycho-
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο-
Πρόθημα
επεξεργασία
ψυχο-, ψυχό- & ψυχ- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται
- (λόγιο)
- στην ψυχή και τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου και φιλοσοφικές θεωρίες που σχετίζονται με την ψυχή
- στην ψυχή των νεκρών
- (νεότερα σύνθετα, οικεία, λαϊκότροπα)
- (επιστημονικοί όροι)
- σε επιστημονικούς κλάδους, θεωρίες ή διαδιακασίες που αφορούν την ψυχή
- (ψυχιατρική) σε ψυχικές ασθένειες
- (λόγιο)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ψυχο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψυχο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή. Αναλύεται σε ψυχ(ή) + -ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
ψυχο-
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- -ψυχος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ψυχος στο Βικιλεξικό
- → και δείτε τη λέξη ψυχή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
ψυχο-, ψυχό- & ψυχ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ψυχο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ψυχό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ψυχ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ψυχο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
επεξεργασία- -ψυχος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ψυχος στο Βικιλεξικό
- → και δείτε τη λέξη ψυχή