• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψυχοβγάλτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχοβγάλτης οι ψυχοβγάλτες
      γενική του ψυχοβγάλτη των ψυχοβγαλτών
    αιτιατική τον ψυχοβγάλτη τους ψυχοβγάλτες
     κλητική ψυχοβγάλτη ψυχοβγάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοβγάλτης < ψυχο- + έβγαλα (αόριστος τού βγάζω) + -της

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχοβγάλτης αρσενικό (θηλυκό: ψυχοβγάλτρα)

  1. (λαογραφία) ονομασία του αρχαγγέλου (Γαβριήλ ή Μιχαήλ) που είναι παρών τη στιγμή που κάποιος ξεψυχά
  2. (μεταφορικά) αυτός που μας βασανίζει, που μας ταλαιπωρεί

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις ψυχή και βγάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ψυχοβγάλτης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψυχοβγάλτης&oldid=7111330"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:40.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας