αρχάγγελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρχάγγελος | οι | αρχάγγελοι |
γενική | του | αρχάγγελου & αρχαγγέλου |
των | αρχάγγελων & αρχαγγέλων |
αιτιατική | τον | αρχάγγελο | τους | αρχάγγελους & αρχαγγέλους |
κλητική | αρχάγγελε | αρχάγγελοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχάγγελος < ελληνιστική κοινή ἀρχάγγελος < αρχαία ελληνική ἄρχω + ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αρχ- + -άγγελος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾˈxaŋ.ɟe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χάγ‐γε‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχάγγελος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- οι αρχάγγελοι στη χριστιανική παράδοση αποτελούν την δεύτερη βαθμίδα της εννεάβαθμης κλίμακας των επουρανίων δυνάμεων, δηλαδή μεταξύ Αγγέλων και Αρχών.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχάγγελος
|