Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ταξιάρχης οι Ταξιάρχες
      γενική του Ταξιάρχη των Ταξιαρχών
    αιτιατική τον Ταξιάρχη τους Ταξιάρχες
     κλητική Ταξιάρχη Ταξιάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ταξιάρχης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ταξιάρχης (ο αρχάγγελος) < αρχαία ελληνική ταξιάρχης < τάξ(ις) + -άρχης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.ksiˈaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τα‐ξι‐άρ‐χης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ταξιάρχης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα (θηλυκό Ταξιαρχούλα)
  2. (θρησκεία) προσωνυμία αρχαγγέλου
  3. επίσημος τίτλος βαθμών, παρασήμων και των κατόχων τους
  4. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Εκφράσεις επεξεργασία

για τον αρχάγγελο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τάξη και αρχή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία