Ταξιάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ταξιάρχης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ταξιάρχης (ο αρχάγγελος) < αρχαία ελληνική ταξιάρχης < τάξ(ις) + -άρχης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.ksiˈaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τα‐ξι‐άρ‐χης
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ταξιάρχης αρσενικό
- ανδρικό όνομα (θηλυκό Ταξιαρχούλα)
- (θρησκεία) προσωνυμία αρχαγγέλου
- επίσημος τίτλος βαθμών, παρασήμων και των κατόχων τους
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Εκφράσεις
επεξεργασίαγια τον αρχάγγελο
- άγιοι Ταξιάρχες
- παμμέγιστοι Ταξιάρχες
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ταξιάρχης
|