Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ταξιαρχούλα οι Ταξιαρχούλες
      γενική της Ταξιαρχούλας
    αιτιατική την Ταξιαρχούλα τις Ταξιαρχούλες
     κλητική Ταξιαρχούλα Ταξιαρχούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ταξιαρχούλα < Ταξιαρχ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα ; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ταξιαρχούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία