↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταξίαρχος οι ταξίαρχοι
      γενική του ταξίαρχου
ταξιάρχου
των ταξίαρχων
ταξιάρχων
    αιτιατική τον ταξίαρχο τους ταξίαρχους
ταξιάρχους
     κλητική ταξίαρχε ταξίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταξίαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταξίαρχος (διοικητής στρατιωτικού σώματος) < (< τάξις) + -αρχος άρχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Διακριτικό ταξίαρχου.

ταξίαρχος αρσενικό ή θηλυκό (στρατιωτικός βαθμός)

  1. ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του συνταγματάρχη και κατώτερο του υποστράτηγου. Συντομογραφία: τξχος ή ταξχος.
  2. ανώτατος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας με βαθμό ανώτερο του σμηνάρχου και κατώτερο του υποπτεράρχου. Συντομογραφία: τξχος ή ταξχος.
  3. (βαθμός αστυνομίας) ανώτατος αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του αστυνομικού διευθυντή και κατώτερο του υποστράτηγου αστυνομίας. Συντομογραφία: τξχος ή ταξχος.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία