↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιπύραρχος οι αρχιπύραρχοι
      γενική του αρχιπύραρχου
αρχιπυράρχου
των αρχιπύραρχων
αρχιπυράρχων
    αιτιατική τον αρχιπύραρχο τους αρχιπύραρχους
αρχιπυράρχους
     κλητική αρχιπύραρχε αρχιπύραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιπύραρχος < αρχι- + πύραρχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιπύραρχος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία