πύραρχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πύραρχος | οι | πύραρχοι |
γενική | του | πύραρχου & πυράρχου |
των | πύραρχων & πυράρχων |
αιτιατική | τον | πύραρχο | τους | πύραρχους & πυράρχους |
κλητική | πύραρχε | πύραρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πύραρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (βαθμός πυροσβεστικής) o υψηλότερος βαθμός ανώτερου αξιωματικού της πυροσβεστικής υπηρεσίας, αντίστοιχος του συνταγματάρχη στο στρατό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχιπύραρχος (↑ανώτερος)
- αντιπύραρχος (↓κατώτερος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πύραρχος