Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύραρχος οι πύραρχοι
      γενική του πύραρχου
πυράρχου
των πύραρχων
πυράρχων
    αιτιατική τον πύραρχο τους πύραρχους
πυράρχους
     κλητική πύραρχε πύραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πύραρχος < πύρ- + -αρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πύραρχος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία