Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιπύραρχος οι αντιπύραρχοι
      γενική του αντιπύραρχου
αντιπυράρχου
των αντιπύραρχων
αντιπυράρχων
    αιτιατική τον αντιπύραρχο τους αντιπύραρχους
αντιπυράρχους
     κλητική αντιπύραρχε αντιπύραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπύραρχος < αντι- + πύραρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπύραρχος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία