ενικός         πληθυντικός  
fire department fire departments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fire department < → δείτε τις λέξεις fire και department

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

fire department (en)

  • (αμερικανικά αγγλικά) η πυροσβεστική
    ⮡  The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.

Συνώνυμα

επεξεργασία