πυροσβεστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυροσβεστική | οι | πυροσβεστικές |
γενική | της | πυροσβεστικής | των | πυροσβεστικών |
αιτιατική | την | πυροσβεστική | τις | πυροσβεστικές |
κλητική | πυροσβεστική | πυροσβεστικές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροσβεστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πυροσβεστικός. Εννοείται το ουσιαστικό υπηρεσία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.zve.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐σβε‐στι‐κή
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυροσβεστική θηλυκό
- η πυροσβεστική υπηρεσία, το πυροσβεστικό σώμα
- (καταχρηστικά) το όχημα της πυροσβεστικής υπηρεσίας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πυροσβέστης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πυροσβέστης
- υπαρχιπυροσβέστης
- αρχιπυροσβέστης
- πυρονόμος
- ανθυποπυραγός
- υποπυραγός
- πυραγός
- επιπυραγός
- αντιπύραρχος
- πύραρχος
- αρχιπύραρχος
και
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροσβεστική υπηρεσία
πυροσβεστικό όχημα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πυροσβεστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πυροσβεστικός