Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροσβεστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.3
Πολυλεκτικοί όροι
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυροσβεστικ
ός
η
πυροσβεστικ
ή
το
πυροσβεστικ
ό
γενική
του
πυροσβεστικ
ού
της
πυροσβεστικ
ής
του
πυροσβεστικ
ού
αιτιατική
τον
πυροσβεστικ
ό
την
πυροσβεστικ
ή
το
πυροσβεστικ
ό
κλητική
πυροσβεστικ
έ
πυροσβεστικ
ή
πυροσβεστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυροσβεστικ
οί
οι
πυροσβεστικ
ές
τα
πυροσβεστικ
ά
γενική
των
πυροσβεστικ
ών
των
πυροσβεστικ
ών
των
πυροσβεστικ
ών
αιτιατική
τους
πυροσβεστικ
ούς
τις
πυροσβεστικ
ές
τα
πυροσβεστικ
ά
κλητική
πυροσβεστικ
οί
πυροσβεστικ
ές
πυροσβεστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυροσβεστικός
<
πυροσβέστης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πυροσβεστικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στην
κατάσβεση
μιας
πυρκαγιάς
Συγγενικά
επεξεργασία
πυρόσβεση
πυροσβεστική
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
πυροσβεστική υπηρεσία
πυροσβεστικό όχημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροσβεστικός
γαλλικά
: de
pompier
(fr)