πυροσβέστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυροσβέστης < πυρο- + σβεσ- (< αρχαία ελληνική σβέννυμι) + -της [1] Δείτε και σβήνω
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1855 [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾoˈzve.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐σβέ‐στης
- παρώνυμο: Πυροβέτσης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό πυροσβέστρια[3])
- (επάγγελμα) μέλος ομάδας/υπηρεσίας/οργανισμού που έχει επιφορτιστεί με το σβήσιμο πυρκαγιών ή/και εξειδικευμένη παροχή βοήθειας σε περιπτώσεις κινδύνου
- (βαθμός πυροσβεστικής) κατώτερος βαθμός στην ιεραρχία της πυροσβεστικής υπηρεσίας, αντίστοιχος του λοχία στο στρατό
- (μεταφορικά) το πρόσωπο που κατευνάζει τα πνεύματα σε φιλονικίες, συγκρούσεις, τσακωμούς
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πυρ και σβήνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- υπαρχιπυροσβέστης (↑ανώτερος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροσβέστης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πυροσβέστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)