↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπαρχιπυροσβέστης οι υπαρχιπυροσβέστες
      γενική του υπαρχιπυροσβέστη των υπαρχιπυροσβεστών
    αιτιατική τον υπαρχιπυροσβέστη τους υπαρχιπυροσβέστες
     κλητική υπαρχιπυροσβέστη υπαρχιπυροσβέστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπαρχιπυροσβέστης < υπ- + αρχιπυροσβέστης (αρχι- + πυροσβέστης)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.paɾ.çi.pi.ɾoˈzve.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐παρ‐χι‐πυ‐ρο‐σβέ‐στης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπαρχιπυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό υπαρχιπυροσβέστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πυροσβέστης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία