επιλοχίας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | επιλοχίας | οι | επιλοχίες |
γενική | του/της | επιλοχία | των | επιλοχιών |
αιτιατική | τον/την | επιλοχία | τους/τις | επιλοχίες |
κλητική | επιλοχία | επιλοχίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. | ||||
όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιλοχίας αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) υπαξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του λοχία και κατώτερο του αρχιλοχία. *: συντομογραφία: επχίας
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αρχιλοχίας (↑ανώτερος)
- λοχίας (↓κατώτερος)
- επικελευστής (ναυτικό)
- επισμηνίας (αεροπορία)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιλοχίας