πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσακωμός οι τσακωμοί
      γενική του τσακωμού των τσακωμών
    αιτιατική τον τσακωμό τους τσακωμούς
     κλητική τσακωμέ τσακωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακωμός < τσακώ(νομαι) + -μός[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσακωμός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία