πυροσβεστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροσβεστήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πυροσβεστήρ < πυρο- + (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σβεστήρ απο την αιτιατική «τόν σβεστῆρα» > + -τήρας, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fire extinguisher[1] ή απόδοση για τη γαλλική extincteur de feu.[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.zveˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐σβε‐στή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυροσβεστήρας αρσενικό
- (συσκευή) κυλινδρικό δοχείο, συνήθως φορητό το οποίο περιέχει κατασβεστικό μέσο που θα εκλυθεί για να κατασβέσει μια φωτιά
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πυροσβέστης, πυρ και σβήνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροσβεστήρας
επεξεργασία
- ↑ πυροσβεστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ s.v. «πυροσβέστης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.