Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυροσβεστήρ οἱ πυροσβεστῆρες
      γενική τοῦ πυροσβεστῆρος τῶν πυροσβεστήρων
      δοτική τῷ πυροσβεστῆρι τοῖς πυροσβεστῆρσι(ν)
    αιτιατική τὸν πυροσβεστῆρα τοὺς πυροσβεστῆρας
     κλητική ! πυροσβεστήρ πυροσβεστῆρες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροσβεστήρ, (μαρτυρείται από το 1833 στον πληθυντικό)[1] < πυρο- + ελληνιστική κοινή σβεστήρ. Μορφολογικά αναλύεται σε πυροσβεσ- + -τήρ → και δείτε τη λέξη πυροσβεστήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροσβεστήρ, -ῆρος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πληθυντικός πυροσβεστῆρες, Ελληνικοί κώδικες [1833] - σελ. 877, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου