Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fire extinguisher fire extinguishers

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

fire extinguisher (en) → δείτε τις λέξεις fire και extinguisher

Δείτε επίσης επεξεργασία